παραβλέψας

παραβλέψας
παραβλέψᾱς , παραβλέπω
look aside
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραβλέπω — ΝΜΑ παρορώ, αφήνω κάτι απαρατήρητο, προσπερνώ χωρίς να δω, χωρίς να προσέξω νεοελλ. 1. παραμελώ με τη θέληση μου, αδιαφορώ 2. προσποιούμαι ότι δεν βλέπω ή δεν καταλαβαίνω, ανέχομαι να γίνεται κάτι, φαίνομαι επιεικής 2. βλέπω πολύ καλά, έχω άριστη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”